Ο Γιάννης Σακελαρίου, από την Λάρισα, ήταν πολύ μπάζο. Κακάσχημος. Βατραχομούρης. Την ασχήμια του, ήρθε να αντισταθμίσει ως θείο δώρο η μεγάλη τσουτσούνα του. Τις αντρικές του ορμές δυσκολευόταν να ικανοποιήσει. Επειδή δε βλεπόταν, δεν του καθόταν καμιά συμμαθήτρια του. Ενώ οι φίλοι του όλο και κάποια είχαν φιστικώσει, αυτός είχε πήξει στη μαλακία. Πράγμα δύσκολο γιατί τόση που την είχε του έβγαινε πρώτα το λάδι και μετά το σπέρμα.
Η Λίτσα από την άλλη, συμμαθήτρια του Γιάννη, η οποία είχε μείνει μετεξεταστέα 2 φορές στην τρίτη Λυκείου, είχε καταλάβει από νωρίς το νόημα της γυναικείας ζωής, τον πούτσο. Παπαδοκόρη με μάνα Ρουμάνα είχε βαρεθεί το πολύ κύριε ελέησον και το είχε ρίξει στο γαμήσι για να ξελαμπικάρει ο εγκέφαλός της από το λιβάνι.
Γυναικάκι με τα όλα του, γιατί και στητό βυζάκι είχε και κωλαράκι σωστό, κοιτούσε όλους τους συμμαθητές της στο καβάλο και είχε προσέξει την ιδιαιτερότητα του Γιάννη. «Λες;» σκεφτόταν «ή μήπως τέτοιο μπάζο που είναι βάζει καμιά κάλτσα να δείξει πουτσαράς μπας και σταυρώσει γκόμενα;» Είχε χάσει τον ύπνο της, δεν μίλαγε σε κανέναν και είχε κόψει τα γαμήσια, την έβρισκε πια με δονητές. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι να κρύβει στο βρακί του ο Γιάννης.
Ένα μεσημέρι μετά το σχολείο η Λίτσα έφυγε με τον Γιάννη. Περνούσαν από ένα έρημο δρομάκι όταν ο Λίτσα του τον έπιασε για να βεβαιωθεί. Ο Γιάννης καύλωσε ενώ ο Λίτσα ενθουσιάστηκε. Πήγαν σπίτι της, ο μπαμπάς της έκανε κάτι ευχέλαια και η μάνα της είχε πάει να δει τους δικούς της στην Ρουμανία και έτσι πηδήχτηκαν ασύστολα. Η Λίτσα πανευτυχής έκοψε όλες τις άλλες της σχέσεις και επικεντρώθηκε στον πούτσο του Γιάννη ενώ ο Γιάννης δάκρυσε από τη χαρά του γιατί είχε βρει πια γκόμενα.
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν οι πιο ευτυχισμένοι καιροί του Γιάννη και της Λίτσας. Ωμό sex, πραγματικός έρωτας δηλαδή. Γαμιόντουσαν και ξαναγαμιόντουσαν και όταν κουράζονταν από το πολύ γαμήσι, γαμιόντουσαν για να ξεκουραστούν. Τόσο πολύ άρεσε η τσουτσούνα του Γιάννη στη Λίτσα που του τη χάιδευε και εν ώρα μαθήματος. Ο Γιάννης ίδρωνε και έσφιγγε τα δόντια για να μην προδοθεί όταν από το πολύ χαΐδεμα λέρωνε το βρακί του.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Το Θεσσαλικό ντέρμπι Λάρισα – Νίκη Βόλου κατάστρεψε το νιο ζευγάρι. Ο Μαθηματικός της Λίτσας ο οποίος την πήδαγε κρυφά μετά το τέλος των μαθημάτων, είχε κάνει τάμα στην εκκλησιά αν νικήσει η Λάρισα να μεταλάβει. Η νίκη ήρθε με πέτσινο πέναλτι στις καθυστερήσεις και ο μαθηματικός έτρεξε να εξομολογηθεί για να μεταλάβει. Στην εκκλησία που πήγε η ατυχία έφερε τον Παπά, μπαμπά της Λίτσας να έχει εφημερία. Ο Μαθηματικός του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Για τα γαμήσια με την κόρη του Παπά, τις πίπες στο γραφείο των καθηγητών, τα πισοκωλιτά τα καρεκλάτα, τα καναπεδάτα, τα πολυθρονάτα, τα ελικοπτεράτα, τα αεροπλανάτα, τα εφδεκαεξάτα. Και για την προτίμησή του στο 69, στο 69 τετράγωνο, στη ρίζα του 69, στην παράγωγο του 69 εξ’ αιτίας της μαθηματικής του ιδιότητας. Τα έλεγε με τέτοια λεπτομέρεια που αν ήταν κάποιος άλλος Παπάς σίγουρα θα του είχε σηκωθεί.
Ο μπαμπάς της Λίτσας όμως ένιωθε το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια. «Το μονάκριβο κοριτσάκι μου» σκέφτηκε «δεν είναι παρθένα; Γι’αυτό είχε στα μαθηματικά όλο εικοσαριά η παλιοξετσίποτη;» Έκοψε την τσουτσούνα του Μαθηματικού, αφού τον παραμύθιασε ότι είναι θέλημα Θεού για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, και έκλεισε την κόρη του σε μοναστήρι.
Ποιος είδε τον Γιάννη και δεν τον λυπήθηκε; Ήταν απαρηγόρητος που δεν είχε πια που να χώσει την τσουτσούνα του. Και το χειρότερο όλων την αγαπούσε κι’ όλας. Πότε δεν την χαιρέτησε όταν έφυγε για το μοναστήρι και πίστεψε (επειδή είχε δει πρόσφατα το «καυτές καλόγριες 2») ότι τον βαρέθηκε και κλείστηκε με τις μοναχές για να ξεσκάσει λίγο με’ κάνα λεσβιακό. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυά του στέρεψαν και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Διάβαζε λοιπόν για να περάσει σε καμιά σχολή της προκοπής.
Τζίφος όμως γιατί μια άσκηση στη φυσική τον έστειλε σε ένα κωλοΤΕΙ στην πρωτεύουσα. Εκεί στο γκομενικό μέτωπο σημείωνε μόνο ήττες. Στην βατραχόφατσά του ήρθε να προστεθεί και η Λαρισαίικη βλαχοπροφορά του. Το Νιιί και το Λιί ήταν γκομενοδιώχτες. Ένα χρόνο φοιτητής στην Αθήνα και δεν του είχε κάτσει γκόμενα. Και δε μιλάμε για τις καλές. Δεν του είχε κάτσεί ούτε μπάζο, έτσι βρε αδερφέ για ένα ξεμπούκωμα. Παλιά μου τέχνη κόσκινο ο Γιάννης χαλάρωνε την καύλα του με μαλακίες. Και δώσ’ του μαλακία ο Γιάννης. Και δώσ’ του μαλακία. Επειδή όμως η πούτσα του ήταν τεράστια δυσκολευόταν κάθε φορά να την νταχτιρντίζει. Μέχρι που οι πρώτοι πόνοι στο χέρι του δεν άργησαν να φανούν. Πήγε στον ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν σαφείς: «Κομμένες οι μαλακίες!»
Τον άκουσε ο Γιάννης και τις έκοψε μαχαίρι. Έλα όμως που από την αγαμία είχε σαλέψει. Νεύρα, γκρίνιες, ακεφιές και το χειρότερο. Κάθε πρωί σηκωνόταν με τη χούτσα να. Την κουμάνταρε δύσκολα και όταν πήγαινε για το πρωινό κατούρημα τα έκανε όλα πουτάνα.
Θα πήγαινε στις πουτάνες. Δεν πήγαινε άλλο. Το είχε πάρει απόφαση. Πήγε με το μετρό στο Μεταξουργείο. Η ιδέα ότι επιτέλους θα γαμούσε τον είχε ερεθίσει και στο δρόμο κούτσαινε από την καύλα του. Έσφιξε τα δόντια του, έδωσε τόπο στη ντροπή του και μπήκε στο μπουρδέλο που του φάνηκε πιο κυριλέ. Η τσατσά τον υποδέχτηκε επιφυλακτική, μόλις όμως ο Γιάννης έδειξε τα φράγκα του, η τσατσά έσκασε ένα χαμόγελο και φώναξε τη Σούζυ.
Η Σούζυ ξεπρόβαλε φορώντας μόνο το στριγκάκι της και η τσουτσού του Γιάννη ασφυκτιούσε στο βρακί του. Τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε ένα από τα φτηνά δωμάτια που έλουζε το κόκκινο φως. Τον έγδυνε χαϊδεύοντάς τον και μόλις έφτασε στο σώβρακό του, πάγωσε και έχασε τη μιλιά της. Βγήκε από το δωμάτιο και φώναξε τις συναδέλφισσες. Οι συναδέλφισσες έτρεξαν, αφήνοντας τους πελάτες τους με το πουλί στα χέρια και τάχασαν με το μήκος και τη διάμετρο. Μία μάυρη καλντιρμιτζού δε, συγκινήθηκε γιατί θυμήθηκε την πατρίδα. Ήρθε και η τσατσά, τις παραμέρισε και κοίταξε σκεπτική το τρίτο πόδι του Γιάννη.
«Πάρε με αύριο το απογευματάκι» του είπε, του έδωσε το τηλέφωνό της και οι κυρίες του μπορδέλου τσακώθηκαν για το ποια θα ανοίξει τα πόδια στην καυλωμένη τσουτσούνα του Γιάννη.
Την άλλη μέρα ο Γιάννης τηλεφώνησε στη τσατσά που τον έστειλε στην Μπίχτης Α. Ε. «Θα πρωταγωνιστήσεις» του είπε πριν του το κλείσει και ο Γιάννης δεν κατάλαβε παρά μόνο όταν έφτασε στην εταιρία. Είχε ραντεβού με τον κύριο Σώτο, τον σκηνοθέτη. Ο Σώτος ήταν σκεπτικός εξαιτίας της ασχημόφατσας του Γιάννη, όταν όμως είδε το εργαλείο που έκρυβε στο παντελόνι κωλοχάρηκε και η λύση βρέθηκε.
Ο Γιάννης έγινε διάσημος πορνοστάρ στα πορνό βιντεοκλάμπ της Γερμανίας και της Αυστρίας γνωστός ως «η Μάσκα» γιατί μια δερμάτινη μάσκα με καρφιά έκρυβε το πρόσωπό του στις οσκαρικές του ερμηνείες. Το στημένο όμως γαμήσι υπό τις διαταγές του Σώτου δεν ικανοποιούσε τον Γιάννη, αλλά από το τίποτα;
Πίσω από το σκόπεφτρο της κάμεράς της, η Ιφιγένεια η καμεραμανατζού της Μπίχτης Α Ε. , γλυκοκοίταζε τον Γιάννη. Πίστευε ότι πίσω από τη δερμάτινη μάσκα του, κρύβεται ένα μελαγχωλικό, γλυκό αγόρι. Του μίλησε για τον πόθο της και ο Γιάννης της χώθηκε κανονικά.
Έκλεινε πέντε χρόνια το ζεύγος. Πέντε χρόνια άφθονου sex. Ο Γιάννης γάμαγε στη δουλειά και η Ιφιγένεια τον έπαιρνε μάτι μέσα από την κάμερα και καύλωνε. Πήγαιναν σπίτι και καθώς ο Γιάννης ένιωθε ελέυθερος να γαμάει όπως θέλει, χωρίς τις εντολές του Σώτου ή του ηχολήπτη, έβγαζαν τα μάτια τους.
Μέχρι που η Ιφιγένεια γνώρισε τον Μπάμπη. Δημόσιος υπάλληλος ο Μπάμπης, που σήμαινε μονιμότητα, σταθερά μηνιαία φράγκα και συμπαθητική σύνταξη. Από την άλλη ο Γιάννης με την τεράστια τσουτσού αλλά ως πότε σκέφτηκε η Ιφιγένεια θα μπορεί να την κρατάει ντούρα. Γάμα στη δουλειά, γάμα και στο σπίτι ίσως κλατάρει και όχι πια κούκου. Τι να την κάνεις μια πεσμένη τσουτσού όσο μεγάλη κι αν είναι.
Σούταρε τον Γιάννη η Ιφιγένεια και έμεινε με τον Δημόσιο Υπάλληλο. Αυτό ήταν η αιτία να καταρεύσει ο Γιάννης γιατί αγαπούσε την Ιφιγένεια με όλη του την καρδιά. Δεν του ξανασηκώθηκε και έχασε τη δουλειά του. Σακατεύτηκε ψυχολογικά, στις καλύτερες πουτάνες πήγε, οι συμπρωταγωνίστριες στην Μπίχτης προσφέρθηκαν να του κάνουν τσάμπα τσιμπούκια αλλά κούκου δεν.
Διάβασε φιλοσοφία και ανακάλυψε την αιτία των προβλημάτων του. Ήταν η τσουτσούνα του. Την έκοψε και βρήκε τη υγειά του. Δεν ξαναπόθησε πια γυναίκα. Πήγε και στον Πουστάνο (έναν πλαστικό χειρούργο που ειδικεύεται στα τραβέλια) και του έφτιαξε το πρόσωπό, του έβαλε ψεύτικα βυζιά και σήμερα ο Γιάννης λέγεται Τζοάννα και κάνει πιάτσα στη Συγγρού μέσα σε μια τζιπάρα
Την πούτσα του δε, πούλησε τρία χιλιάρικα σε έναν ταξιτζή και βρίσκεται κρεμασμένη στο καθρεφτάκι μιας κίτρινης μερσεντές που κάνει ταρίφες κυρίως νύχτα.
Sunday, January 21, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment