Εισαγωγή
Ο Γιώργος είναι ένα γλυκό και μελαγχολικό αγόρι. Φιλαράκι μου. Έχει όμως έναν καημό. Δε γαμάει όσο θα ήθελε. Μπορεί στο στοίχημα του ΟΠΑΠ να βγάζει κανά φράγκο και να με κερνά καμιά μπίρα, αλλά στο γκομενικό μέτωπο δεν είναι το ίδιο τυχερός. Πολύ χυλόπιτα βρε παιδάκι μου. Χυλόπιτα όλων των μορφών. «Έχω πονοκέφαλο», «Πρέπει να φύγω τώρα με περιμένουν», «Απόψε πρέπει να πάω βόλτα το σαλιγκάρι μου», «Δεν είμαι έτοιμη για σχέση» και βέβαια την all time classic «σε βλέπω δα φίλο»
Κρίμα όμως το παιδί γιατί έχει πολύ αγάπη να δώσει. Δεν απογοητεύεται όμως, συνεχίζει αγέρωχος να κερνά γκόμενες στα μπαρ και να ζητά τηλέφωνα από φίλες φίλων. Κάτι κάνει λάθος όμως και δεν του κάθεται καμία. Δε γαμάει το παιδί και έχει νεύρα. Και κρίμα γιατί απ’ ότι μου έχει πει γαμάει ωραία. Με στυλ και φινέτσα. Σα σαμουράι που έχει πει και ο Γονίδης, αυτός ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής.
Ευτυχώς που έχει τη δουλειά και ξεχνιέται. Τον πρήζουν, τον βισματώνουν, και ξεχνάει την αγαμία του. Έλα όμως που ένα επαγγελματικό ταξίδι ήταν η αφορμή να πει «παρών» το πουλάκι του. Τον έστειλαν Καλαμάτα, να τσεκάρει τα παραρτήματα της επιχείρησης.
Και επειδή εγώ είμαι από’ κει του είπα αν θελήσει να βγει να με πάρει να του πω τα πιο φίνα μέρη, με πολλές γκόμένες. Με πήρε τηλέφωνο το ίδιο βράδι να με ρωτήσει για κανά καλό στριπτιτζάδικο, γιατί αν περίμενε να τις γδύσει ο ίδιος σώθηκε. Ήθελε να δει κανά καλό στριγκάτο κωλαράκι γιατί είχε πήξει η μούνα του από τα λογιστικά όλη μέρα. Εγώ όμως δεν ήξερα να του πω, γιατί είμαι κουλτουριάρης και δεν πηγαίνω σε τέτοια μέρη. Στο πολύ μου κέφι όμως, πηγαίνω και ακούω και καμιά καλή Τζαζιά.
Όμως, όπως λέει και ο Κοέλιο, αυτό ο μεγάλος συγγραφεύς, όταν θες κάτι πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου. Και έτσι ο Γιώργος ήθελε πάρα πολύ να πάει σε ένα στριπτιτζάδικο και πήγε γιατί όλο το σύμπαν συνωμότησε υπέρ του. (ρώτησε ένα περίπτερο)
Κι εκεί γνώρισε την Μπέττυ, τη Στριπτιτζού. Πολύ καλό κορίτσι και με φαναστικό κώλο. Άλο να σας λέω και άλλο να χαϊδεύεται. Η Μπέττυ που λέτε χαϊδευόταν πάνω στο stage. Έπαιζε με τα σιλικονάτα της βυζόμπαλα και ανεβοκατέβαζε τη στίγκαρα της για να της περνάνε στο κορδονάκι Ευρά. Ο αγαπούλης μας όμως αντί να καυλώσει και ξεχαστεί, καύλωσε και μελαγχόλησε. Μελαγχολούσε πάντα βλέποντας τέτοιες γκομενάρες, γιατί ήξερε ότι ποτέ δε θα πήδαγε μια τέτοια!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
www.myspace.com/spirouklas
Monday, February 12, 2007
Wednesday, January 31, 2007
Σπανακόπιτα
Σπανακόπιτα εσύ, γλυκιά
Κλειτοριδικός οργασμός στον ουρανίσκο
Πολλαπλός
Με τη φέτα να τσιμπά και να γαμά
Κομφορμίστρια, συμβιβασμένη, νηστίσιμη
Ταξιδιάρικο Λιτλ Σπίνας Πάι
Σπανακοπιτάκι των πάρτι και της κραιπάλης
Τηλεοπτική σπακανόπιτα του Γιάννη
Δύναμη του αλλήθωρου ναύτη
του Ποπάυ
Της Γιαγιάς και της Μαμάς ζεστή
Του Γρηγόρη μαζική
Σε ακολουθώ
Σε πιστεύω
Σε νιώθω
Μέχρι να σε χέσω
www.myspace.com/spirouklas
Κλειτοριδικός οργασμός στον ουρανίσκο
Πολλαπλός
Με τη φέτα να τσιμπά και να γαμά
Κομφορμίστρια, συμβιβασμένη, νηστίσιμη
Ταξιδιάρικο Λιτλ Σπίνας Πάι
Σπανακοπιτάκι των πάρτι και της κραιπάλης
Τηλεοπτική σπακανόπιτα του Γιάννη
Δύναμη του αλλήθωρου ναύτη
του Ποπάυ
Της Γιαγιάς και της Μαμάς ζεστή
Του Γρηγόρη μαζική
Σε ακολουθώ
Σε πιστεύω
Σε νιώθω
Μέχρι να σε χέσω
www.myspace.com/spirouklas
Friday, January 26, 2007
5X5: The Truth Behind The Legend
«Η ομάδα σου παίζει αύριο μπαλίτσα;»
«Ναι ρε, άνετα!»
«Οκ κλείνω γήπεδο ε;»
«Ναι, θα τα πούμε αύριο!»
«Έλα ρε μαλάκα, μας είπε ο Γιάννης για μπάλα αύριο!»
«Μέσα, θα τους γαμήσουμε!»
«Σε ποιους θα πούμε;»
«Εγώ, εσύ, Γιώργος, Νίκος, Βαγγέλης.»
«Μην είσαι μαλάκας, ο Βαγγέλης θα φέρει και τον Θάνο»
«Θα του πούμε να μην το φέρει.»
«Εσύ θα του το πεις, εγώ δεν του το λέω»
«Έλα ρε Βαγγέλη, τι γίνεσαι;»
«Καλά μωρέ, έξω για καφεδάκι»
«Εεε, μπορείς αύριο για μπαλίτσα;»
«Μάλλον μέσα, περίμενε λίγο, Θάνο θα παίξουμε αύριο μπαλίτσα; Έλα ρε μέσα, κι εγώ κι Θάνος»
«Τι να σου κάνω ρε μαλάκα, τον κάλεσε μόνος του!»
«Να πα να γαμηθείς εγώ με το Θάνο δεν παίζω μπάλα»
«Έλα ρε μαλάκα ξεκόλα»
«Ναι καλά, με τον μαλάκα που την έχει δει Ροναλντίνιο εγώ δεν παίζω, ούτε μαρκάρει ούτε τίποτα ο μαλάκας...»
«Έλα ρε, ο Δημήτρης το ακύρωσε;»
«Πλάκα μου κάνεις και τώρα το λέει; Σε μία ώρα παίζουμε!»
«Κάτι του έτυχε λέει!»
«Τι μαλάκας, και τώρα τι κάνουμε ρε μαλάκα; Θα κατέβουμε 4, θα μας γαμήσουνε!»
«Θα βρούμε ρε μαλάκα! Να πούμε στο Σπύρο»
«Τι να του πούμε του μαλάκα; Αυτός είναι άμπαλος!»
«Έλα ρε μαλάκα, τέτοια ώρα δεν έχουμε πολυτέλειες.»
«Έλα Σπυρούκλα! Τι κάνεις; Μπορείς για μπαλίτσα;»
«Για πότε μιλάς;»
«Σε μισή ώρα παίζουμε;»
«Πλάκα μου κάνεις; Και μου το λες τώρα;»
«Τώρα κανονίστηκε! Ήταν της στιγμής!»
«Δε ξέρω ρε συ! Ψιλοβαριέμαι...»
«Τι λες ρε παιχταρά; Πλάκα κάνεις; Χωρίς εσένα πως θα παίξουμε; Χωρίς τον Ριβάλντο της ομάδας θα κατέβουμε;»
«Δε γαμιέται! μέσα! μέσα!»
«Άντε ρε μαλάκα, σε περιμένουμε 10 ώρες»
«Είχε κίνηση ρε μαλάκες»
«Ναι μαλάκα, εμείς δεν ήρθαμε απ’τον δρόμο, εμείς ήρθαμε πετώντας.»
«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα! Σιγά! 10 λεπτά άργησα!»
«Ναι, Θα πληρώνω εγώ για να παίζω λιγότερο»
«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα θα στα δώσω εγώ .»
«Εδώ ρε Μαλάκα! Γιατί δε μου τη δίνεις»
«Που να σε δω ρε μαλάκα»
«Τι που να με δεις; Αφού δε σηκώνεις κεφάλι»
«Σε μάρκαραν ρε μαλάκα»
«Ποιος με μάρκαρε; Μαλάκας είσαι; Μόνος μου ήμουν!»
«Φάουλ!»
«Φαουλ; Πλάκα κάνεις;»
«Αφού μου πήρες τα πόδια!»
«Τι λες ρε μαλάκα;»
«Έλα ξεκόλα! Ό,τι ζητάμε το παίρνουμε»
«Α! Έτσι πάει; Καλά! Θα τα πούμε!»
«Φάουλ!»
«Τι λες ρε μαλάκα; Ούτε που σε ακούμπησα»
«Εσύ το άρχισες! Ότι ζητάμε παίρνουμε!»
«Τώρα μαλακίζεσαι!»
«Τι του δίνεις του μαλάκα; Αφού τον βλέπεις δεν μπορεί! Μας έχει κάψει!»
«Βάλ’ τον τέρμα»
«Γιώργο! Μπες τέρμα ρε!»
«Γιατί ρε Μαλάκα; Αφού μια χαρά παίζω μέσα!»
«Χέρι!»
«Τι χέρι ρε μαλάκα; Ακούσιο!»
«Δεν παίζει! Σαν τροχονόμος τη σταμάτησες!»
«Δώσ’ τη μου ρε μαλάκα! Μόνος μου είμαι!»
«Sorry! Δε σε είδα!»
«Καλά μαλάκα! Έτσι και πάρεις πάσα από μένα να με χέσεις!»
«Ρε μαλάκα δώσε καμιά πάσα!»
«Ναι, γιατί; Εσείς μου δίνετε;»
«Γκολ! Ναι ρε Πούστη!»
«Δε μετράει! Μιλάγαμε!»
«Τι λε ρε μαλάκα;»
«Δε μετράει ρε!»«Έλα άστους δε μετράει!»
«Όχι ρε πούστη μου, ένα γκολ έβγαλα κι εγώ και μου το ακυρώνετε!»
«ΕΕΕ! Καμιά αλλαγή;»
«Τι αλλαγή ρε μαλάκα τώρα βγήκες!»
«Τι τώρα ρε μαλάκα που με ξεχάσατε στον πάγκο!»
«Άμα θες μπες και κάτσε τέρμα!»
«Τι λε ρε μαλάκα! Περίμενα μισή ώρα έξω για να κάτσω τέρμα!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Sorry!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Τι Sorry ρε μαλάκα τον γάμησες!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Καλά είσαι μαλάκας; Πως πέφτεις έτσι πάνω του;»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Πάω να φέρω πάγο!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Έλα ρε το λήγουμε!»
«Τι λες ρε μαλάκα; Κάτσε να παίξουμε τώρα που δεν έχει άλλους μετά!»
«Πρέπει να φύγω!»
«Κάτσε λίγο ρε!»
«Έχω δουλειά ρε μαλάκα»
«Ποια δουλειά ρε μαλάκα, που σε τρέχει η γκόμενα! Ούτε για μπάλα δε σε αφήνει!»
«Άντε γαμήσου ρε!»
«Άντε γαμήσου εσύ! Παντοφλάκια! Μουνόδουλε!»
«Ωραιο το 5X5!»
«Ναι! Ναι! Ξεσκάς! Χαλαρώνεις!»
www.myspace.com/spirouklas
«Ναι ρε, άνετα!»
«Οκ κλείνω γήπεδο ε;»
«Ναι, θα τα πούμε αύριο!»
«Έλα ρε μαλάκα, μας είπε ο Γιάννης για μπάλα αύριο!»
«Μέσα, θα τους γαμήσουμε!»
«Σε ποιους θα πούμε;»
«Εγώ, εσύ, Γιώργος, Νίκος, Βαγγέλης.»
«Μην είσαι μαλάκας, ο Βαγγέλης θα φέρει και τον Θάνο»
«Θα του πούμε να μην το φέρει.»
«Εσύ θα του το πεις, εγώ δεν του το λέω»
«Έλα ρε Βαγγέλη, τι γίνεσαι;»
«Καλά μωρέ, έξω για καφεδάκι»
«Εεε, μπορείς αύριο για μπαλίτσα;»
«Μάλλον μέσα, περίμενε λίγο, Θάνο θα παίξουμε αύριο μπαλίτσα; Έλα ρε μέσα, κι εγώ κι Θάνος»
«Τι να σου κάνω ρε μαλάκα, τον κάλεσε μόνος του!»
«Να πα να γαμηθείς εγώ με το Θάνο δεν παίζω μπάλα»
«Έλα ρε μαλάκα ξεκόλα»
«Ναι καλά, με τον μαλάκα που την έχει δει Ροναλντίνιο εγώ δεν παίζω, ούτε μαρκάρει ούτε τίποτα ο μαλάκας...»
«Έλα ρε, ο Δημήτρης το ακύρωσε;»
«Πλάκα μου κάνεις και τώρα το λέει; Σε μία ώρα παίζουμε!»
«Κάτι του έτυχε λέει!»
«Τι μαλάκας, και τώρα τι κάνουμε ρε μαλάκα; Θα κατέβουμε 4, θα μας γαμήσουνε!»
«Θα βρούμε ρε μαλάκα! Να πούμε στο Σπύρο»
«Τι να του πούμε του μαλάκα; Αυτός είναι άμπαλος!»
«Έλα ρε μαλάκα, τέτοια ώρα δεν έχουμε πολυτέλειες.»
«Έλα Σπυρούκλα! Τι κάνεις; Μπορείς για μπαλίτσα;»
«Για πότε μιλάς;»
«Σε μισή ώρα παίζουμε;»
«Πλάκα μου κάνεις; Και μου το λες τώρα;»
«Τώρα κανονίστηκε! Ήταν της στιγμής!»
«Δε ξέρω ρε συ! Ψιλοβαριέμαι...»
«Τι λες ρε παιχταρά; Πλάκα κάνεις; Χωρίς εσένα πως θα παίξουμε; Χωρίς τον Ριβάλντο της ομάδας θα κατέβουμε;»
«Δε γαμιέται! μέσα! μέσα!»
«Άντε ρε μαλάκα, σε περιμένουμε 10 ώρες»
«Είχε κίνηση ρε μαλάκες»
«Ναι μαλάκα, εμείς δεν ήρθαμε απ’τον δρόμο, εμείς ήρθαμε πετώντας.»
«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα! Σιγά! 10 λεπτά άργησα!»
«Ναι, Θα πληρώνω εγώ για να παίζω λιγότερο»
«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα θα στα δώσω εγώ .»
«Εδώ ρε Μαλάκα! Γιατί δε μου τη δίνεις»
«Που να σε δω ρε μαλάκα»
«Τι που να με δεις; Αφού δε σηκώνεις κεφάλι»
«Σε μάρκαραν ρε μαλάκα»
«Ποιος με μάρκαρε; Μαλάκας είσαι; Μόνος μου ήμουν!»
«Φάουλ!»
«Φαουλ; Πλάκα κάνεις;»
«Αφού μου πήρες τα πόδια!»
«Τι λες ρε μαλάκα;»
«Έλα ξεκόλα! Ό,τι ζητάμε το παίρνουμε»
«Α! Έτσι πάει; Καλά! Θα τα πούμε!»
«Φάουλ!»
«Τι λες ρε μαλάκα; Ούτε που σε ακούμπησα»
«Εσύ το άρχισες! Ότι ζητάμε παίρνουμε!»
«Τώρα μαλακίζεσαι!»
«Τι του δίνεις του μαλάκα; Αφού τον βλέπεις δεν μπορεί! Μας έχει κάψει!»
«Βάλ’ τον τέρμα»
«Γιώργο! Μπες τέρμα ρε!»
«Γιατί ρε Μαλάκα; Αφού μια χαρά παίζω μέσα!»
«Χέρι!»
«Τι χέρι ρε μαλάκα; Ακούσιο!»
«Δεν παίζει! Σαν τροχονόμος τη σταμάτησες!»
«Δώσ’ τη μου ρε μαλάκα! Μόνος μου είμαι!»
«Sorry! Δε σε είδα!»
«Καλά μαλάκα! Έτσι και πάρεις πάσα από μένα να με χέσεις!»
«Ρε μαλάκα δώσε καμιά πάσα!»
«Ναι, γιατί; Εσείς μου δίνετε;»
«Γκολ! Ναι ρε Πούστη!»
«Δε μετράει! Μιλάγαμε!»
«Τι λε ρε μαλάκα;»
«Δε μετράει ρε!»«Έλα άστους δε μετράει!»
«Όχι ρε πούστη μου, ένα γκολ έβγαλα κι εγώ και μου το ακυρώνετε!»
«ΕΕΕ! Καμιά αλλαγή;»
«Τι αλλαγή ρε μαλάκα τώρα βγήκες!»
«Τι τώρα ρε μαλάκα που με ξεχάσατε στον πάγκο!»
«Άμα θες μπες και κάτσε τέρμα!»
«Τι λε ρε μαλάκα! Περίμενα μισή ώρα έξω για να κάτσω τέρμα!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Sorry!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Τι Sorry ρε μαλάκα τον γάμησες!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Καλά είσαι μαλάκας; Πως πέφτεις έτσι πάνω του;»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Πάω να φέρω πάγο!»
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
«Έλα ρε το λήγουμε!»
«Τι λες ρε μαλάκα; Κάτσε να παίξουμε τώρα που δεν έχει άλλους μετά!»
«Πρέπει να φύγω!»
«Κάτσε λίγο ρε!»
«Έχω δουλειά ρε μαλάκα»
«Ποια δουλειά ρε μαλάκα, που σε τρέχει η γκόμενα! Ούτε για μπάλα δε σε αφήνει!»
«Άντε γαμήσου ρε!»
«Άντε γαμήσου εσύ! Παντοφλάκια! Μουνόδουλε!»
«Ωραιο το 5X5!»
«Ναι! Ναι! Ξεσκάς! Χαλαρώνεις!»
www.myspace.com/spirouklas
Thursday, January 25, 2007
Ποιον θα ήθελες να γνωρίσεις;
Θα ήθελα να γνωρίσω τον Θεό. Να γίνούμε φιλαράκια. Να κάνω μαζί του επικωδομητικές συζητήσεις. Να δώσει απαντήσεις σε όλες τις υπαρξιακές μου απορίες, όπως αυτή με το αβγό και την κότα ή το που πηγαίνει τόσα μενίρ ο Οβελίξ. Να πηγαίνουμε να τα πίνουμε στο Ψειρρή, στη Ρεββέκα που έχει την μπίρα 3 ευρώ (την πεντακοσάρα παρακαλώ) και να συναντάμε γνωστούς και να με βλέπουν να τα πίνω με το Θεό και να ζηλεύουν. Να πηγαίνουμε πολλές βόλτες και όταν τα σαββατόβραδα μας πιάνει η κίνηση στην παραλιακή να κάνει τα μαγικά του και να εξαφανίζονται όλα τα αυτοκίνητα. Να μου μάθει να περπατάω πάνω στο νερό όπως έκανε ο γιος του και να μου εκμυστηρευτεί αν τα όσα έγραψε ο Νταν Μπράουν είναι αλήθεια. Και να μου γνωρίσει πολλά ενδιαφέροντα άτομα όπως τον Νώε που σίγουρα θα μάθω πολλά από αυτόν. Κυρίως θέματα ναυπηγικής και επιβίωσης. Αν δεν τα καταφέρω να γνωρίσω το θεό δε θα με χάλαγε να γνωρίσω τον Βούδα. Γιατί και ο Βόύδας πρέπει να είναι ατομάκι πρώτο. Αλλά τα πολλά του χέρια λίγο με τρομάζουν, πρέπει να γίνεται κουραστικός όταν αρχίζει τις χειρονιμίες. Προτιμώ πάντως το Θεό. Είμαι και χριστιανός ορθόδοξος. Το επιβεβαιώνει και η ταυτότητά μου.
Tuesday, January 23, 2007
Μεταλλάς In Love
Κουρεύτηκε και έγινε άνθρωπος.
Ήταν κλασικός Μεταλλάς. Με τις λιωμένες Μάρτινς ή Γκέτα (το καλοκαίρι το έσπαγε με μαύρα allstar), τα κολλητά μαύρα τζιν με τις αλυσίδες για το πορτοφόλι, τις μπλούζες με τα λογότυπα των κάφρικων συγκροτημάτων και βέβαια τη μαλλούρα. Όταν τα έπιανε κοτσίδα, άντε και κάπως βλεπόταν, αλλά δεν τα έπιανε ποτέ. Τα άφηνε να ανεμίζουν στον αέρα και να μαστιγώνουν τους συνακροατές κάφρους στις συναυλίες όταν κοπάναγε το κεφάλι του στους ρυθμούς του εκάστοτε συγκροτήματος με τα χέρια του να προσποιούνται πως παίζουν κιθάρα.
Μέχρι που ήρθε η σειρά του να πάει στο στρατό. Άφησε το κούρεμα τελευταία μέρα. Όταν το ψαλίδι του μπαρμπέρη, (γιατί ένας σωστός μεταλλάς που σέβεται τον εαυτό του δεν πάει ποτέ σε κομμωτήρια) άρχισε να κόβει την κοτσίδα του, ένιωσε να χάνει ένα μέρος της προσωπικότητάς του, ένα μέρος του εαυτού του, πίστευε ότι κάτι θα άλλαζε... και μπορεί να είχε δίκιο.
Το ίδιο βράδι πήγε με κάτι φίλους στα Εξάρχεια. Ομοϊδεάτες, μαλλιάδες μεταλλάδες. Την άλλη μέρα παρουσιαζόταν στην Τρίπολη και βγήκαν να αποχαιτερηθούν.
Ίσως ήταν η ιδέα του, ίσως το άγχος του και η αγωνία που αύριο παρουσιαζόταν, αλλά ένιωθε πως οι φίλοι του, του φέρονταν περίεργα. Σκέφτηκε μήπως φταίει το κούρεμά του; Αυτό του έλειπε, τώρα που έμπαινε φαντάρος να χάσει τους φίλους του. Λες να λένε ότι τώρα που κουρεύτηκε πούστρεψε. Λες να λένε ότι τώρα που θα μπει στο στρατό θα αρχίσει να ακούει φλωριές; Όχι! Όχι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο σκέφτηκε
Πήρε τη μπίρα του, ύψωσε το ποτήρι και φώναξε:
«ΣΤΗ ΜΕΤΑΛ»
«ΣΤΗ ΜΕΤΑΛ» φώναξαν οι ομοϊδεάτες μαλιάδες φίλοι του, και μετά άρχισαν να κοπανάνε τα κεφάλια τους στο ρυθμό της μουσικής και να ανταλλάσσουν ψείρες. Και αυτός ζήλευε γιατί παρόλο που προσπαθούσε, και μάλιστα προσπαθούσε σκληρά. Το αποτέλεσμα του δικού του κοπανήματος δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακό. Η έλλειψη της μαλλούρας βλέπετε.
Ο καιρός περνούσε δύσκολα στο στρατό για τον Μεταλλά. Ομοϊδεάτες δε βρήκε. Τουλάχιστον δεν τους ξεχώρισε, λόγω της ομοιομορφίας των συμφάνταρων. Το κινητό του, που χτύπαγε στον ήχο των Μετάλλικα, σπάνια ακουγόταν. Οι φίλοι του, του έστελναν όλο και πιο σπάνια MMS με ξετσίπωτες γκομενίτσες.
Μελαγχόλησε. Η κορύφωση δε της μελαγχολίας έφτασε όταν έχασε τη συναυλία των Slayer. Ήξερε ότι όλοι οι φίλοι του είχαν πάει και αυτό τον πλήγωνε ακόμη περισσότερο. Ξάπλωσε την κουκέτα του, έβαλε καφρίλες στο MP3 player τέρμα και έκλεισε τα μάτια.
«Τι ακούς ρε φίλε;» τον διέκοψε ένα παλικαράκι από την Καλαμάτα, ολίγον βλαχάκι, αλλά που ήξερε από καλό λάδι και χασίς.
«Δεν θα καταλάβεις» του είπε με υπεροψία ο Μεταλλάς.
«Κλείσ’ το και πάμε καμιά βόλτα, είμαστε εξοδούχοι, πάμε να δούμε το Σουφλί Μπάι Νάιτ»
Μια βόλτα θα του έκανε καλό. Και το Σουφλί το βράδι ήταν όμορφο. Πήγαν σε ένα μπαρ. Μην μπερδεύεστε, οχι κωλόμπαρο. Κανονικό Μπαρ.
Ήπιαν τον κώλο τους. Ο μπαμπάς του Καλαματιανού, που ήταν μεγάλος χασισέμπορας, είχε εξοπλίσει το γιο του με πολλά τσιγάρα και φράγκα. Και δώσ’ του ο Καλαματιανός κέρναγε και ο Μεταλλάς δεν έλεγε όχι. Το Ουίσκι και τα σφηνάκια τεκίλα ήταν βάλσαμο για την πληγωμένη καρδούλα του Μεταλλά.
Κι εδώ ένας μύθος καταρρίφτηκε. Γιατί η καρδούλα των Μεταλλάδων είναι ευαίσθητη. Μπορεί και αυτή να νιώθει και να σκιρτά κι αφήστε τους άλλους να λένε. Και αμέσως άλλος ένας μύθος καταρρίφτηκε, έγινε ένα ντόμινο μύθων δηλαδή. Ο Μεταλλάς είδε το γκομενάκι και ένιωσε ένα σκίρτημα.
Ίσως ήταν το αγγελικό της προσωπάκι, ίσως ήταν οι χειλάρες της, ίσως ήταν το τρομερό της κωλαράκι με την στριγκάρα να διαγράφεται, ίσως πάλι οι έτοιμες να εκραγούν βυζάρες της.
Όπως και νά’χει η καρδούλα του Μεταλλά σκίρτησε και ο Καλαματιανός που σε κάτι τέτοια ήταν μανούλα το κατάλαβε αμέσως, και είπε με την καλαματιανή του προφορά
«Τράβα να της μιλλλλήσεις» (το λάμδα να τονίζεται)
Σίγουρος για τον εαυτό του λόγω του αλκοόλ, με το μόνο άγχος μη ξεράσει πάνω της και γίνει ρόμπα, ο Μεταλλάς χώθηκε.
Και εδώ πρέπει να επισημάνω κάποια πράγματα.
1. Μεταλλάδικα ρούχα, που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, δεν είχε πάρει μαζί του.
2. Το κοντό μαλλί του πήγαινε κάργα. Είχε ομορφύνει
3. Οι σωστοί μεταλλάδες λιώνουν στα γυμναστήρια. Και ο δικός μας μεταλλάς ήταν φέτες.
Γούσταρε λοιπόν το γκομενάκι τον Μεταλλά, έτσι νταβραντωμένος και ομορφούλης που ήταν και δέχτηκε ευχαρίστως τα κεράσματά του. Μέχρι το τέλος της βραδιάς άλλαξαν κινητά και φιλήθηκαν. Θα ξαναβρίσκονταν στη μαμά Αθήνα. Το γκομενάκι είχε έρθει για Σ/Κ στο Σουφλί να δει τους παππούδες.
Βρέθηκαν στην Αθήνα, στην πρώτη άδεια του Μεταλλά.
Ο Μεταλλάς με την κανονική του ενδυμασία αυτή τη φορά τρόμαξε το γκομενάκι, που το πιο εναλλακτικό που έκανε στη ζωή της, ήταν που είχε αγοράσει ένα CD του Χατζηγιάννη.
Καλά το καταλάβατε. Το γκομενάκι ήταν τρέντι. Με τον Πετρέλη της, το Νίνο της και τις μπουζουκερί και χέστηκε πάνω της όταν ο Μεταλλάς την πήγε στα Εξάρχεια. Έβλεπε όλους αυτούς τους ακούρευτους και τους κακοντυμένους και είχε κλάσει μαλλί. Μετά το τρίτο πότό, όμως χαλάρωσε και άρχισε να χώνει τη γλώσσα της στο στόμα του Μεταλλά και το αντίστροφο.
Ο Μεταλλάς μετά την πήγε με το αμάξι σε έναν γαμιστρώνα (στο Πανί, δεν ξέρω αν ξέρετε) και έκαναν καλό σεξ.
Την επόμένη το γκομενάκι είχε κανονίσει για Envy με τις φίλες της και ήθελε τον Μεταλλά να την συνοδέψει. Και όπως ήταν λογικό έφαγαν πόρτα, γιατί ο Μεταλλάς έσκασε μύτη σαν σωστός Μεταλλάς, και πήγαν στον γαμιστρώνα και έκαναν καλό σεξ.
Όταν επιτέλους γνώρισαν οι φίλες του γκομενακίου τον Μεταλλά, τότε έγινε τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα. Ο Μεταλλάς, έσκασε μύτη σαν σωστός Μεταλλάς και έκανε καφρίλες, ρευόταν, έλεγε αστεία με πούτσους και μουνιά και σάρκαζε τον Νίνο και τον Πετρέλη (αν είναι δυνατόν). Το διαλύσανε νωρίς γιατί η παρέα δεν τράβαγε και πήγαν στον γαμιστρώνα και έκαναν καλό σεξ.
Όταν οι Μεταλλάδες φίλοι του Μεταλλά γνώρισαν το γκομενάκι, πάλι τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα. Γιατί κάτι τέτοιες γκόμενες οι Μεταλλάδες τις θεωρούν χαζές και ξενέρωσαν. Ίσως ήταν και η ζήλια που ο φίλος τους είχε βρει γκομενάκι πρώτο. Ήπιαν μια μπιρίτσα, οι Μεταλλάδες την έκαναν για το σπίτι και το ζευγάρι για τον γαμιστρώνα να κάνουν καλό σεξ.
Οι φίλοι του Μεταλλά τον περιθωριοποίησαν γιατί έφερνε όπου πήγαινε την «ξενέρωτη» όπως αποκαλούσαν. Έμαθαν δε, ότι την είχε συνοδεύσει σε κάποιον Καλλίδη με υφασμάτινο παντελόνι και πουκάμισο και του έβαλαν “Χ”. Το ίδιο και οι φίλοι του γκομενακίου που δεν άντεχαν τον Μεταλλά. Άρχιζαν να μένουν οι δυο τους. Είχαν ο ένας τον άλλο και πίστευαν ότι τους έφτανε, αλλά δεν ταίριαζαν.
Μαγαζιά να αρέσουν και στους δύο δεν υπήρχαν. Οι συζητήσεις τους, ήταν κακές. Όχι ότι δε συμφωνούσαν, αλλά δεν είχαν κοινά να συζητήσουν. Σπάνια έβρισκαν κοινά.
Μια φορά ο Μεταλλάς της είχε πάρει δώρο ένα δαχτυλίδι. Και όλο χαρά πήγε να της το δώσει. Δεν ήταν όμως όποιο κι όποιο δαχτυλίδι. Ήταν το ένα. Αυτό που έψαχνε ο Σόρον και το κουβαλούσε ο Φρόντο. Το γκομενάκι όταν το είδε γέλασε στα μούτρα του Μεταλλά και ο Μεταλλάς την είπε «άσχετη» και το γκομενάκι τον είπε «κιτς» και «καρακίτς». Τσακώθηκαν αλλά το συμφιλιωτικό σεξ που ακολούθησε ήταν σούπερ. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει όταν το γκομενάκι, του είχε πάρει δώρο μια ροζ μπλούζα. Πάλι μετά τον τσακωμό τους, το σεξ ήταν σούπερ.
Όταν πήγαιναν να διαλέξουν DVD ο Μεταλλάς ήθελε Alien και το Γκομενάκι Di Caprio. Κατέληγαν σε χαζοκομωδίες που είναι δεκτικές από όλους, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να τελειώσουν μία ταινία. Έπεφταν με τα μούτρα ο ένας στο «τέτοιο» του άλλου. Το σεξ ήταν το μόνο κοινό που είχαν, αλλά είχαν καλό σεξ. Να ’ναι καλά τα παιδιά, ταίριαζαν απόλυτα στο σεξ.
Όμως με τον καιρό έφθινε κι αυτό, και όπως είναι λογικό χώρισαν. Ήταν δύσκολο και για τους δύο, αλλά δεν πήγαινε άλλο. Του Μεταλλά του έλειπε το Μομπέτερ και του γκομενακίου οι απόφοιτοι του Fame Story.
Βρέθηκαν μετά από καιρό στην Ερμού. Το γκομενάκι μόλις είχε βγει από τα Μπέρσκα όπου είχε αγοράσει κάτι ξεκωλέ μπλούζες και ο Μεταλλάς κατέβαινε Ψειρή για να πιει τις μπιρίτσες του και να γίνει λιώμα. Παγωμένοι μίλησαν ο ένας στον άλλο και κανόνισαν να ξαναβρεθούν. Του Μεταλλά του είχε λείψει το τρομερό της κωλαράκι.
Ουφ! Συγκινήθηκα! Πάω να ακούσω λίγο Χατζηγιάννη για να έρθω στα ίσια μου!
Ήταν κλασικός Μεταλλάς. Με τις λιωμένες Μάρτινς ή Γκέτα (το καλοκαίρι το έσπαγε με μαύρα allstar), τα κολλητά μαύρα τζιν με τις αλυσίδες για το πορτοφόλι, τις μπλούζες με τα λογότυπα των κάφρικων συγκροτημάτων και βέβαια τη μαλλούρα. Όταν τα έπιανε κοτσίδα, άντε και κάπως βλεπόταν, αλλά δεν τα έπιανε ποτέ. Τα άφηνε να ανεμίζουν στον αέρα και να μαστιγώνουν τους συνακροατές κάφρους στις συναυλίες όταν κοπάναγε το κεφάλι του στους ρυθμούς του εκάστοτε συγκροτήματος με τα χέρια του να προσποιούνται πως παίζουν κιθάρα.
Μέχρι που ήρθε η σειρά του να πάει στο στρατό. Άφησε το κούρεμα τελευταία μέρα. Όταν το ψαλίδι του μπαρμπέρη, (γιατί ένας σωστός μεταλλάς που σέβεται τον εαυτό του δεν πάει ποτέ σε κομμωτήρια) άρχισε να κόβει την κοτσίδα του, ένιωσε να χάνει ένα μέρος της προσωπικότητάς του, ένα μέρος του εαυτού του, πίστευε ότι κάτι θα άλλαζε... και μπορεί να είχε δίκιο.
Το ίδιο βράδι πήγε με κάτι φίλους στα Εξάρχεια. Ομοϊδεάτες, μαλλιάδες μεταλλάδες. Την άλλη μέρα παρουσιαζόταν στην Τρίπολη και βγήκαν να αποχαιτερηθούν.
Ίσως ήταν η ιδέα του, ίσως το άγχος του και η αγωνία που αύριο παρουσιαζόταν, αλλά ένιωθε πως οι φίλοι του, του φέρονταν περίεργα. Σκέφτηκε μήπως φταίει το κούρεμά του; Αυτό του έλειπε, τώρα που έμπαινε φαντάρος να χάσει τους φίλους του. Λες να λένε ότι τώρα που κουρεύτηκε πούστρεψε. Λες να λένε ότι τώρα που θα μπει στο στρατό θα αρχίσει να ακούει φλωριές; Όχι! Όχι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο σκέφτηκε
Πήρε τη μπίρα του, ύψωσε το ποτήρι και φώναξε:
«ΣΤΗ ΜΕΤΑΛ»
«ΣΤΗ ΜΕΤΑΛ» φώναξαν οι ομοϊδεάτες μαλιάδες φίλοι του, και μετά άρχισαν να κοπανάνε τα κεφάλια τους στο ρυθμό της μουσικής και να ανταλλάσσουν ψείρες. Και αυτός ζήλευε γιατί παρόλο που προσπαθούσε, και μάλιστα προσπαθούσε σκληρά. Το αποτέλεσμα του δικού του κοπανήματος δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακό. Η έλλειψη της μαλλούρας βλέπετε.
Ο καιρός περνούσε δύσκολα στο στρατό για τον Μεταλλά. Ομοϊδεάτες δε βρήκε. Τουλάχιστον δεν τους ξεχώρισε, λόγω της ομοιομορφίας των συμφάνταρων. Το κινητό του, που χτύπαγε στον ήχο των Μετάλλικα, σπάνια ακουγόταν. Οι φίλοι του, του έστελναν όλο και πιο σπάνια MMS με ξετσίπωτες γκομενίτσες.
Μελαγχόλησε. Η κορύφωση δε της μελαγχολίας έφτασε όταν έχασε τη συναυλία των Slayer. Ήξερε ότι όλοι οι φίλοι του είχαν πάει και αυτό τον πλήγωνε ακόμη περισσότερο. Ξάπλωσε την κουκέτα του, έβαλε καφρίλες στο MP3 player τέρμα και έκλεισε τα μάτια.
«Τι ακούς ρε φίλε;» τον διέκοψε ένα παλικαράκι από την Καλαμάτα, ολίγον βλαχάκι, αλλά που ήξερε από καλό λάδι και χασίς.
«Δεν θα καταλάβεις» του είπε με υπεροψία ο Μεταλλάς.
«Κλείσ’ το και πάμε καμιά βόλτα, είμαστε εξοδούχοι, πάμε να δούμε το Σουφλί Μπάι Νάιτ»
Μια βόλτα θα του έκανε καλό. Και το Σουφλί το βράδι ήταν όμορφο. Πήγαν σε ένα μπαρ. Μην μπερδεύεστε, οχι κωλόμπαρο. Κανονικό Μπαρ.
Ήπιαν τον κώλο τους. Ο μπαμπάς του Καλαματιανού, που ήταν μεγάλος χασισέμπορας, είχε εξοπλίσει το γιο του με πολλά τσιγάρα και φράγκα. Και δώσ’ του ο Καλαματιανός κέρναγε και ο Μεταλλάς δεν έλεγε όχι. Το Ουίσκι και τα σφηνάκια τεκίλα ήταν βάλσαμο για την πληγωμένη καρδούλα του Μεταλλά.
Κι εδώ ένας μύθος καταρρίφτηκε. Γιατί η καρδούλα των Μεταλλάδων είναι ευαίσθητη. Μπορεί και αυτή να νιώθει και να σκιρτά κι αφήστε τους άλλους να λένε. Και αμέσως άλλος ένας μύθος καταρρίφτηκε, έγινε ένα ντόμινο μύθων δηλαδή. Ο Μεταλλάς είδε το γκομενάκι και ένιωσε ένα σκίρτημα.
Ίσως ήταν το αγγελικό της προσωπάκι, ίσως ήταν οι χειλάρες της, ίσως ήταν το τρομερό της κωλαράκι με την στριγκάρα να διαγράφεται, ίσως πάλι οι έτοιμες να εκραγούν βυζάρες της.
Όπως και νά’χει η καρδούλα του Μεταλλά σκίρτησε και ο Καλαματιανός που σε κάτι τέτοια ήταν μανούλα το κατάλαβε αμέσως, και είπε με την καλαματιανή του προφορά
«Τράβα να της μιλλλλήσεις» (το λάμδα να τονίζεται)
Σίγουρος για τον εαυτό του λόγω του αλκοόλ, με το μόνο άγχος μη ξεράσει πάνω της και γίνει ρόμπα, ο Μεταλλάς χώθηκε.
Και εδώ πρέπει να επισημάνω κάποια πράγματα.
1. Μεταλλάδικα ρούχα, που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, δεν είχε πάρει μαζί του.
2. Το κοντό μαλλί του πήγαινε κάργα. Είχε ομορφύνει
3. Οι σωστοί μεταλλάδες λιώνουν στα γυμναστήρια. Και ο δικός μας μεταλλάς ήταν φέτες.
Γούσταρε λοιπόν το γκομενάκι τον Μεταλλά, έτσι νταβραντωμένος και ομορφούλης που ήταν και δέχτηκε ευχαρίστως τα κεράσματά του. Μέχρι το τέλος της βραδιάς άλλαξαν κινητά και φιλήθηκαν. Θα ξαναβρίσκονταν στη μαμά Αθήνα. Το γκομενάκι είχε έρθει για Σ/Κ στο Σουφλί να δει τους παππούδες.
Βρέθηκαν στην Αθήνα, στην πρώτη άδεια του Μεταλλά.
Ο Μεταλλάς με την κανονική του ενδυμασία αυτή τη φορά τρόμαξε το γκομενάκι, που το πιο εναλλακτικό που έκανε στη ζωή της, ήταν που είχε αγοράσει ένα CD του Χατζηγιάννη.
Καλά το καταλάβατε. Το γκομενάκι ήταν τρέντι. Με τον Πετρέλη της, το Νίνο της και τις μπουζουκερί και χέστηκε πάνω της όταν ο Μεταλλάς την πήγε στα Εξάρχεια. Έβλεπε όλους αυτούς τους ακούρευτους και τους κακοντυμένους και είχε κλάσει μαλλί. Μετά το τρίτο πότό, όμως χαλάρωσε και άρχισε να χώνει τη γλώσσα της στο στόμα του Μεταλλά και το αντίστροφο.
Ο Μεταλλάς μετά την πήγε με το αμάξι σε έναν γαμιστρώνα (στο Πανί, δεν ξέρω αν ξέρετε) και έκαναν καλό σεξ.
Την επόμένη το γκομενάκι είχε κανονίσει για Envy με τις φίλες της και ήθελε τον Μεταλλά να την συνοδέψει. Και όπως ήταν λογικό έφαγαν πόρτα, γιατί ο Μεταλλάς έσκασε μύτη σαν σωστός Μεταλλάς, και πήγαν στον γαμιστρώνα και έκαναν καλό σεξ.
Όταν επιτέλους γνώρισαν οι φίλες του γκομενακίου τον Μεταλλά, τότε έγινε τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα. Ο Μεταλλάς, έσκασε μύτη σαν σωστός Μεταλλάς και έκανε καφρίλες, ρευόταν, έλεγε αστεία με πούτσους και μουνιά και σάρκαζε τον Νίνο και τον Πετρέλη (αν είναι δυνατόν). Το διαλύσανε νωρίς γιατί η παρέα δεν τράβαγε και πήγαν στον γαμιστρώνα και έκαναν καλό σεξ.
Όταν οι Μεταλλάδες φίλοι του Μεταλλά γνώρισαν το γκομενάκι, πάλι τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα. Γιατί κάτι τέτοιες γκόμενες οι Μεταλλάδες τις θεωρούν χαζές και ξενέρωσαν. Ίσως ήταν και η ζήλια που ο φίλος τους είχε βρει γκομενάκι πρώτο. Ήπιαν μια μπιρίτσα, οι Μεταλλάδες την έκαναν για το σπίτι και το ζευγάρι για τον γαμιστρώνα να κάνουν καλό σεξ.
Οι φίλοι του Μεταλλά τον περιθωριοποίησαν γιατί έφερνε όπου πήγαινε την «ξενέρωτη» όπως αποκαλούσαν. Έμαθαν δε, ότι την είχε συνοδεύσει σε κάποιον Καλλίδη με υφασμάτινο παντελόνι και πουκάμισο και του έβαλαν “Χ”. Το ίδιο και οι φίλοι του γκομενακίου που δεν άντεχαν τον Μεταλλά. Άρχιζαν να μένουν οι δυο τους. Είχαν ο ένας τον άλλο και πίστευαν ότι τους έφτανε, αλλά δεν ταίριαζαν.
Μαγαζιά να αρέσουν και στους δύο δεν υπήρχαν. Οι συζητήσεις τους, ήταν κακές. Όχι ότι δε συμφωνούσαν, αλλά δεν είχαν κοινά να συζητήσουν. Σπάνια έβρισκαν κοινά.
Μια φορά ο Μεταλλάς της είχε πάρει δώρο ένα δαχτυλίδι. Και όλο χαρά πήγε να της το δώσει. Δεν ήταν όμως όποιο κι όποιο δαχτυλίδι. Ήταν το ένα. Αυτό που έψαχνε ο Σόρον και το κουβαλούσε ο Φρόντο. Το γκομενάκι όταν το είδε γέλασε στα μούτρα του Μεταλλά και ο Μεταλλάς την είπε «άσχετη» και το γκομενάκι τον είπε «κιτς» και «καρακίτς». Τσακώθηκαν αλλά το συμφιλιωτικό σεξ που ακολούθησε ήταν σούπερ. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει όταν το γκομενάκι, του είχε πάρει δώρο μια ροζ μπλούζα. Πάλι μετά τον τσακωμό τους, το σεξ ήταν σούπερ.
Όταν πήγαιναν να διαλέξουν DVD ο Μεταλλάς ήθελε Alien και το Γκομενάκι Di Caprio. Κατέληγαν σε χαζοκομωδίες που είναι δεκτικές από όλους, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να τελειώσουν μία ταινία. Έπεφταν με τα μούτρα ο ένας στο «τέτοιο» του άλλου. Το σεξ ήταν το μόνο κοινό που είχαν, αλλά είχαν καλό σεξ. Να ’ναι καλά τα παιδιά, ταίριαζαν απόλυτα στο σεξ.
Όμως με τον καιρό έφθινε κι αυτό, και όπως είναι λογικό χώρισαν. Ήταν δύσκολο και για τους δύο, αλλά δεν πήγαινε άλλο. Του Μεταλλά του έλειπε το Μομπέτερ και του γκομενακίου οι απόφοιτοι του Fame Story.
Βρέθηκαν μετά από καιρό στην Ερμού. Το γκομενάκι μόλις είχε βγει από τα Μπέρσκα όπου είχε αγοράσει κάτι ξεκωλέ μπλούζες και ο Μεταλλάς κατέβαινε Ψειρή για να πιει τις μπιρίτσες του και να γίνει λιώμα. Παγωμένοι μίλησαν ο ένας στον άλλο και κανόνισαν να ξαναβρεθούν. Του Μεταλλά του είχε λείψει το τρομερό της κωλαράκι.
Ουφ! Συγκινήθηκα! Πάω να ακούσω λίγο Χατζηγιάννη για να έρθω στα ίσια μου!
Sunday, January 21, 2007
Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη
Ο Γιάννης Σακελαρίου, από την Λάρισα, ήταν πολύ μπάζο. Κακάσχημος. Βατραχομούρης. Την ασχήμια του, ήρθε να αντισταθμίσει ως θείο δώρο η μεγάλη τσουτσούνα του. Τις αντρικές του ορμές δυσκολευόταν να ικανοποιήσει. Επειδή δε βλεπόταν, δεν του καθόταν καμιά συμμαθήτρια του. Ενώ οι φίλοι του όλο και κάποια είχαν φιστικώσει, αυτός είχε πήξει στη μαλακία. Πράγμα δύσκολο γιατί τόση που την είχε του έβγαινε πρώτα το λάδι και μετά το σπέρμα.
Η Λίτσα από την άλλη, συμμαθήτρια του Γιάννη, η οποία είχε μείνει μετεξεταστέα 2 φορές στην τρίτη Λυκείου, είχε καταλάβει από νωρίς το νόημα της γυναικείας ζωής, τον πούτσο. Παπαδοκόρη με μάνα Ρουμάνα είχε βαρεθεί το πολύ κύριε ελέησον και το είχε ρίξει στο γαμήσι για να ξελαμπικάρει ο εγκέφαλός της από το λιβάνι.
Γυναικάκι με τα όλα του, γιατί και στητό βυζάκι είχε και κωλαράκι σωστό, κοιτούσε όλους τους συμμαθητές της στο καβάλο και είχε προσέξει την ιδιαιτερότητα του Γιάννη. «Λες;» σκεφτόταν «ή μήπως τέτοιο μπάζο που είναι βάζει καμιά κάλτσα να δείξει πουτσαράς μπας και σταυρώσει γκόμενα;» Είχε χάσει τον ύπνο της, δεν μίλαγε σε κανέναν και είχε κόψει τα γαμήσια, την έβρισκε πια με δονητές. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι να κρύβει στο βρακί του ο Γιάννης.
Ένα μεσημέρι μετά το σχολείο η Λίτσα έφυγε με τον Γιάννη. Περνούσαν από ένα έρημο δρομάκι όταν ο Λίτσα του τον έπιασε για να βεβαιωθεί. Ο Γιάννης καύλωσε ενώ ο Λίτσα ενθουσιάστηκε. Πήγαν σπίτι της, ο μπαμπάς της έκανε κάτι ευχέλαια και η μάνα της είχε πάει να δει τους δικούς της στην Ρουμανία και έτσι πηδήχτηκαν ασύστολα. Η Λίτσα πανευτυχής έκοψε όλες τις άλλες της σχέσεις και επικεντρώθηκε στον πούτσο του Γιάννη ενώ ο Γιάννης δάκρυσε από τη χαρά του γιατί είχε βρει πια γκόμενα.
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν οι πιο ευτυχισμένοι καιροί του Γιάννη και της Λίτσας. Ωμό sex, πραγματικός έρωτας δηλαδή. Γαμιόντουσαν και ξαναγαμιόντουσαν και όταν κουράζονταν από το πολύ γαμήσι, γαμιόντουσαν για να ξεκουραστούν. Τόσο πολύ άρεσε η τσουτσούνα του Γιάννη στη Λίτσα που του τη χάιδευε και εν ώρα μαθήματος. Ο Γιάννης ίδρωνε και έσφιγγε τα δόντια για να μην προδοθεί όταν από το πολύ χαΐδεμα λέρωνε το βρακί του.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Το Θεσσαλικό ντέρμπι Λάρισα – Νίκη Βόλου κατάστρεψε το νιο ζευγάρι. Ο Μαθηματικός της Λίτσας ο οποίος την πήδαγε κρυφά μετά το τέλος των μαθημάτων, είχε κάνει τάμα στην εκκλησιά αν νικήσει η Λάρισα να μεταλάβει. Η νίκη ήρθε με πέτσινο πέναλτι στις καθυστερήσεις και ο μαθηματικός έτρεξε να εξομολογηθεί για να μεταλάβει. Στην εκκλησία που πήγε η ατυχία έφερε τον Παπά, μπαμπά της Λίτσας να έχει εφημερία. Ο Μαθηματικός του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Για τα γαμήσια με την κόρη του Παπά, τις πίπες στο γραφείο των καθηγητών, τα πισοκωλιτά τα καρεκλάτα, τα καναπεδάτα, τα πολυθρονάτα, τα ελικοπτεράτα, τα αεροπλανάτα, τα εφδεκαεξάτα. Και για την προτίμησή του στο 69, στο 69 τετράγωνο, στη ρίζα του 69, στην παράγωγο του 69 εξ’ αιτίας της μαθηματικής του ιδιότητας. Τα έλεγε με τέτοια λεπτομέρεια που αν ήταν κάποιος άλλος Παπάς σίγουρα θα του είχε σηκωθεί.
Ο μπαμπάς της Λίτσας όμως ένιωθε το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια. «Το μονάκριβο κοριτσάκι μου» σκέφτηκε «δεν είναι παρθένα; Γι’αυτό είχε στα μαθηματικά όλο εικοσαριά η παλιοξετσίποτη;» Έκοψε την τσουτσούνα του Μαθηματικού, αφού τον παραμύθιασε ότι είναι θέλημα Θεού για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, και έκλεισε την κόρη του σε μοναστήρι.
Ποιος είδε τον Γιάννη και δεν τον λυπήθηκε; Ήταν απαρηγόρητος που δεν είχε πια που να χώσει την τσουτσούνα του. Και το χειρότερο όλων την αγαπούσε κι’ όλας. Πότε δεν την χαιρέτησε όταν έφυγε για το μοναστήρι και πίστεψε (επειδή είχε δει πρόσφατα το «καυτές καλόγριες 2») ότι τον βαρέθηκε και κλείστηκε με τις μοναχές για να ξεσκάσει λίγο με’ κάνα λεσβιακό. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυά του στέρεψαν και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Διάβαζε λοιπόν για να περάσει σε καμιά σχολή της προκοπής.
Τζίφος όμως γιατί μια άσκηση στη φυσική τον έστειλε σε ένα κωλοΤΕΙ στην πρωτεύουσα. Εκεί στο γκομενικό μέτωπο σημείωνε μόνο ήττες. Στην βατραχόφατσά του ήρθε να προστεθεί και η Λαρισαίικη βλαχοπροφορά του. Το Νιιί και το Λιί ήταν γκομενοδιώχτες. Ένα χρόνο φοιτητής στην Αθήνα και δεν του είχε κάτσει γκόμενα. Και δε μιλάμε για τις καλές. Δεν του είχε κάτσεί ούτε μπάζο, έτσι βρε αδερφέ για ένα ξεμπούκωμα. Παλιά μου τέχνη κόσκινο ο Γιάννης χαλάρωνε την καύλα του με μαλακίες. Και δώσ’ του μαλακία ο Γιάννης. Και δώσ’ του μαλακία. Επειδή όμως η πούτσα του ήταν τεράστια δυσκολευόταν κάθε φορά να την νταχτιρντίζει. Μέχρι που οι πρώτοι πόνοι στο χέρι του δεν άργησαν να φανούν. Πήγε στον ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν σαφείς: «Κομμένες οι μαλακίες!»
Τον άκουσε ο Γιάννης και τις έκοψε μαχαίρι. Έλα όμως που από την αγαμία είχε σαλέψει. Νεύρα, γκρίνιες, ακεφιές και το χειρότερο. Κάθε πρωί σηκωνόταν με τη χούτσα να. Την κουμάνταρε δύσκολα και όταν πήγαινε για το πρωινό κατούρημα τα έκανε όλα πουτάνα.
Θα πήγαινε στις πουτάνες. Δεν πήγαινε άλλο. Το είχε πάρει απόφαση. Πήγε με το μετρό στο Μεταξουργείο. Η ιδέα ότι επιτέλους θα γαμούσε τον είχε ερεθίσει και στο δρόμο κούτσαινε από την καύλα του. Έσφιξε τα δόντια του, έδωσε τόπο στη ντροπή του και μπήκε στο μπουρδέλο που του φάνηκε πιο κυριλέ. Η τσατσά τον υποδέχτηκε επιφυλακτική, μόλις όμως ο Γιάννης έδειξε τα φράγκα του, η τσατσά έσκασε ένα χαμόγελο και φώναξε τη Σούζυ.
Η Σούζυ ξεπρόβαλε φορώντας μόνο το στριγκάκι της και η τσουτσού του Γιάννη ασφυκτιούσε στο βρακί του. Τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε ένα από τα φτηνά δωμάτια που έλουζε το κόκκινο φως. Τον έγδυνε χαϊδεύοντάς τον και μόλις έφτασε στο σώβρακό του, πάγωσε και έχασε τη μιλιά της. Βγήκε από το δωμάτιο και φώναξε τις συναδέλφισσες. Οι συναδέλφισσες έτρεξαν, αφήνοντας τους πελάτες τους με το πουλί στα χέρια και τάχασαν με το μήκος και τη διάμετρο. Μία μάυρη καλντιρμιτζού δε, συγκινήθηκε γιατί θυμήθηκε την πατρίδα. Ήρθε και η τσατσά, τις παραμέρισε και κοίταξε σκεπτική το τρίτο πόδι του Γιάννη.
«Πάρε με αύριο το απογευματάκι» του είπε, του έδωσε το τηλέφωνό της και οι κυρίες του μπορδέλου τσακώθηκαν για το ποια θα ανοίξει τα πόδια στην καυλωμένη τσουτσούνα του Γιάννη.
Την άλλη μέρα ο Γιάννης τηλεφώνησε στη τσατσά που τον έστειλε στην Μπίχτης Α. Ε. «Θα πρωταγωνιστήσεις» του είπε πριν του το κλείσει και ο Γιάννης δεν κατάλαβε παρά μόνο όταν έφτασε στην εταιρία. Είχε ραντεβού με τον κύριο Σώτο, τον σκηνοθέτη. Ο Σώτος ήταν σκεπτικός εξαιτίας της ασχημόφατσας του Γιάννη, όταν όμως είδε το εργαλείο που έκρυβε στο παντελόνι κωλοχάρηκε και η λύση βρέθηκε.
Ο Γιάννης έγινε διάσημος πορνοστάρ στα πορνό βιντεοκλάμπ της Γερμανίας και της Αυστρίας γνωστός ως «η Μάσκα» γιατί μια δερμάτινη μάσκα με καρφιά έκρυβε το πρόσωπό του στις οσκαρικές του ερμηνείες. Το στημένο όμως γαμήσι υπό τις διαταγές του Σώτου δεν ικανοποιούσε τον Γιάννη, αλλά από το τίποτα;
Πίσω από το σκόπεφτρο της κάμεράς της, η Ιφιγένεια η καμεραμανατζού της Μπίχτης Α Ε. , γλυκοκοίταζε τον Γιάννη. Πίστευε ότι πίσω από τη δερμάτινη μάσκα του, κρύβεται ένα μελαγχωλικό, γλυκό αγόρι. Του μίλησε για τον πόθο της και ο Γιάννης της χώθηκε κανονικά.
Έκλεινε πέντε χρόνια το ζεύγος. Πέντε χρόνια άφθονου sex. Ο Γιάννης γάμαγε στη δουλειά και η Ιφιγένεια τον έπαιρνε μάτι μέσα από την κάμερα και καύλωνε. Πήγαιναν σπίτι και καθώς ο Γιάννης ένιωθε ελέυθερος να γαμάει όπως θέλει, χωρίς τις εντολές του Σώτου ή του ηχολήπτη, έβγαζαν τα μάτια τους.
Μέχρι που η Ιφιγένεια γνώρισε τον Μπάμπη. Δημόσιος υπάλληλος ο Μπάμπης, που σήμαινε μονιμότητα, σταθερά μηνιαία φράγκα και συμπαθητική σύνταξη. Από την άλλη ο Γιάννης με την τεράστια τσουτσού αλλά ως πότε σκέφτηκε η Ιφιγένεια θα μπορεί να την κρατάει ντούρα. Γάμα στη δουλειά, γάμα και στο σπίτι ίσως κλατάρει και όχι πια κούκου. Τι να την κάνεις μια πεσμένη τσουτσού όσο μεγάλη κι αν είναι.
Σούταρε τον Γιάννη η Ιφιγένεια και έμεινε με τον Δημόσιο Υπάλληλο. Αυτό ήταν η αιτία να καταρεύσει ο Γιάννης γιατί αγαπούσε την Ιφιγένεια με όλη του την καρδιά. Δεν του ξανασηκώθηκε και έχασε τη δουλειά του. Σακατεύτηκε ψυχολογικά, στις καλύτερες πουτάνες πήγε, οι συμπρωταγωνίστριες στην Μπίχτης προσφέρθηκαν να του κάνουν τσάμπα τσιμπούκια αλλά κούκου δεν.
Διάβασε φιλοσοφία και ανακάλυψε την αιτία των προβλημάτων του. Ήταν η τσουτσούνα του. Την έκοψε και βρήκε τη υγειά του. Δεν ξαναπόθησε πια γυναίκα. Πήγε και στον Πουστάνο (έναν πλαστικό χειρούργο που ειδικεύεται στα τραβέλια) και του έφτιαξε το πρόσωπό, του έβαλε ψεύτικα βυζιά και σήμερα ο Γιάννης λέγεται Τζοάννα και κάνει πιάτσα στη Συγγρού μέσα σε μια τζιπάρα
Την πούτσα του δε, πούλησε τρία χιλιάρικα σε έναν ταξιτζή και βρίσκεται κρεμασμένη στο καθρεφτάκι μιας κίτρινης μερσεντές που κάνει ταρίφες κυρίως νύχτα.
Η Λίτσα από την άλλη, συμμαθήτρια του Γιάννη, η οποία είχε μείνει μετεξεταστέα 2 φορές στην τρίτη Λυκείου, είχε καταλάβει από νωρίς το νόημα της γυναικείας ζωής, τον πούτσο. Παπαδοκόρη με μάνα Ρουμάνα είχε βαρεθεί το πολύ κύριε ελέησον και το είχε ρίξει στο γαμήσι για να ξελαμπικάρει ο εγκέφαλός της από το λιβάνι.
Γυναικάκι με τα όλα του, γιατί και στητό βυζάκι είχε και κωλαράκι σωστό, κοιτούσε όλους τους συμμαθητές της στο καβάλο και είχε προσέξει την ιδιαιτερότητα του Γιάννη. «Λες;» σκεφτόταν «ή μήπως τέτοιο μπάζο που είναι βάζει καμιά κάλτσα να δείξει πουτσαράς μπας και σταυρώσει γκόμενα;» Είχε χάσει τον ύπνο της, δεν μίλαγε σε κανέναν και είχε κόψει τα γαμήσια, την έβρισκε πια με δονητές. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι να κρύβει στο βρακί του ο Γιάννης.
Ένα μεσημέρι μετά το σχολείο η Λίτσα έφυγε με τον Γιάννη. Περνούσαν από ένα έρημο δρομάκι όταν ο Λίτσα του τον έπιασε για να βεβαιωθεί. Ο Γιάννης καύλωσε ενώ ο Λίτσα ενθουσιάστηκε. Πήγαν σπίτι της, ο μπαμπάς της έκανε κάτι ευχέλαια και η μάνα της είχε πάει να δει τους δικούς της στην Ρουμανία και έτσι πηδήχτηκαν ασύστολα. Η Λίτσα πανευτυχής έκοψε όλες τις άλλες της σχέσεις και επικεντρώθηκε στον πούτσο του Γιάννη ενώ ο Γιάννης δάκρυσε από τη χαρά του γιατί είχε βρει πια γκόμενα.
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν οι πιο ευτυχισμένοι καιροί του Γιάννη και της Λίτσας. Ωμό sex, πραγματικός έρωτας δηλαδή. Γαμιόντουσαν και ξαναγαμιόντουσαν και όταν κουράζονταν από το πολύ γαμήσι, γαμιόντουσαν για να ξεκουραστούν. Τόσο πολύ άρεσε η τσουτσούνα του Γιάννη στη Λίτσα που του τη χάιδευε και εν ώρα μαθήματος. Ο Γιάννης ίδρωνε και έσφιγγε τα δόντια για να μην προδοθεί όταν από το πολύ χαΐδεμα λέρωνε το βρακί του.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Το Θεσσαλικό ντέρμπι Λάρισα – Νίκη Βόλου κατάστρεψε το νιο ζευγάρι. Ο Μαθηματικός της Λίτσας ο οποίος την πήδαγε κρυφά μετά το τέλος των μαθημάτων, είχε κάνει τάμα στην εκκλησιά αν νικήσει η Λάρισα να μεταλάβει. Η νίκη ήρθε με πέτσινο πέναλτι στις καθυστερήσεις και ο μαθηματικός έτρεξε να εξομολογηθεί για να μεταλάβει. Στην εκκλησία που πήγε η ατυχία έφερε τον Παπά, μπαμπά της Λίτσας να έχει εφημερία. Ο Μαθηματικός του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Για τα γαμήσια με την κόρη του Παπά, τις πίπες στο γραφείο των καθηγητών, τα πισοκωλιτά τα καρεκλάτα, τα καναπεδάτα, τα πολυθρονάτα, τα ελικοπτεράτα, τα αεροπλανάτα, τα εφδεκαεξάτα. Και για την προτίμησή του στο 69, στο 69 τετράγωνο, στη ρίζα του 69, στην παράγωγο του 69 εξ’ αιτίας της μαθηματικής του ιδιότητας. Τα έλεγε με τέτοια λεπτομέρεια που αν ήταν κάποιος άλλος Παπάς σίγουρα θα του είχε σηκωθεί.
Ο μπαμπάς της Λίτσας όμως ένιωθε το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια. «Το μονάκριβο κοριτσάκι μου» σκέφτηκε «δεν είναι παρθένα; Γι’αυτό είχε στα μαθηματικά όλο εικοσαριά η παλιοξετσίποτη;» Έκοψε την τσουτσούνα του Μαθηματικού, αφού τον παραμύθιασε ότι είναι θέλημα Θεού για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, και έκλεισε την κόρη του σε μοναστήρι.
Ποιος είδε τον Γιάννη και δεν τον λυπήθηκε; Ήταν απαρηγόρητος που δεν είχε πια που να χώσει την τσουτσούνα του. Και το χειρότερο όλων την αγαπούσε κι’ όλας. Πότε δεν την χαιρέτησε όταν έφυγε για το μοναστήρι και πίστεψε (επειδή είχε δει πρόσφατα το «καυτές καλόγριες 2») ότι τον βαρέθηκε και κλείστηκε με τις μοναχές για να ξεσκάσει λίγο με’ κάνα λεσβιακό. Έκλαψε μέχρι που τα δάκρυά του στέρεψαν και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Διάβαζε λοιπόν για να περάσει σε καμιά σχολή της προκοπής.
Τζίφος όμως γιατί μια άσκηση στη φυσική τον έστειλε σε ένα κωλοΤΕΙ στην πρωτεύουσα. Εκεί στο γκομενικό μέτωπο σημείωνε μόνο ήττες. Στην βατραχόφατσά του ήρθε να προστεθεί και η Λαρισαίικη βλαχοπροφορά του. Το Νιιί και το Λιί ήταν γκομενοδιώχτες. Ένα χρόνο φοιτητής στην Αθήνα και δεν του είχε κάτσει γκόμενα. Και δε μιλάμε για τις καλές. Δεν του είχε κάτσεί ούτε μπάζο, έτσι βρε αδερφέ για ένα ξεμπούκωμα. Παλιά μου τέχνη κόσκινο ο Γιάννης χαλάρωνε την καύλα του με μαλακίες. Και δώσ’ του μαλακία ο Γιάννης. Και δώσ’ του μαλακία. Επειδή όμως η πούτσα του ήταν τεράστια δυσκολευόταν κάθε φορά να την νταχτιρντίζει. Μέχρι που οι πρώτοι πόνοι στο χέρι του δεν άργησαν να φανούν. Πήγε στον ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν σαφείς: «Κομμένες οι μαλακίες!»
Τον άκουσε ο Γιάννης και τις έκοψε μαχαίρι. Έλα όμως που από την αγαμία είχε σαλέψει. Νεύρα, γκρίνιες, ακεφιές και το χειρότερο. Κάθε πρωί σηκωνόταν με τη χούτσα να. Την κουμάνταρε δύσκολα και όταν πήγαινε για το πρωινό κατούρημα τα έκανε όλα πουτάνα.
Θα πήγαινε στις πουτάνες. Δεν πήγαινε άλλο. Το είχε πάρει απόφαση. Πήγε με το μετρό στο Μεταξουργείο. Η ιδέα ότι επιτέλους θα γαμούσε τον είχε ερεθίσει και στο δρόμο κούτσαινε από την καύλα του. Έσφιξε τα δόντια του, έδωσε τόπο στη ντροπή του και μπήκε στο μπουρδέλο που του φάνηκε πιο κυριλέ. Η τσατσά τον υποδέχτηκε επιφυλακτική, μόλις όμως ο Γιάννης έδειξε τα φράγκα του, η τσατσά έσκασε ένα χαμόγελο και φώναξε τη Σούζυ.
Η Σούζυ ξεπρόβαλε φορώντας μόνο το στριγκάκι της και η τσουτσού του Γιάννη ασφυκτιούσε στο βρακί του. Τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε ένα από τα φτηνά δωμάτια που έλουζε το κόκκινο φως. Τον έγδυνε χαϊδεύοντάς τον και μόλις έφτασε στο σώβρακό του, πάγωσε και έχασε τη μιλιά της. Βγήκε από το δωμάτιο και φώναξε τις συναδέλφισσες. Οι συναδέλφισσες έτρεξαν, αφήνοντας τους πελάτες τους με το πουλί στα χέρια και τάχασαν με το μήκος και τη διάμετρο. Μία μάυρη καλντιρμιτζού δε, συγκινήθηκε γιατί θυμήθηκε την πατρίδα. Ήρθε και η τσατσά, τις παραμέρισε και κοίταξε σκεπτική το τρίτο πόδι του Γιάννη.
«Πάρε με αύριο το απογευματάκι» του είπε, του έδωσε το τηλέφωνό της και οι κυρίες του μπορδέλου τσακώθηκαν για το ποια θα ανοίξει τα πόδια στην καυλωμένη τσουτσούνα του Γιάννη.
Την άλλη μέρα ο Γιάννης τηλεφώνησε στη τσατσά που τον έστειλε στην Μπίχτης Α. Ε. «Θα πρωταγωνιστήσεις» του είπε πριν του το κλείσει και ο Γιάννης δεν κατάλαβε παρά μόνο όταν έφτασε στην εταιρία. Είχε ραντεβού με τον κύριο Σώτο, τον σκηνοθέτη. Ο Σώτος ήταν σκεπτικός εξαιτίας της ασχημόφατσας του Γιάννη, όταν όμως είδε το εργαλείο που έκρυβε στο παντελόνι κωλοχάρηκε και η λύση βρέθηκε.
Ο Γιάννης έγινε διάσημος πορνοστάρ στα πορνό βιντεοκλάμπ της Γερμανίας και της Αυστρίας γνωστός ως «η Μάσκα» γιατί μια δερμάτινη μάσκα με καρφιά έκρυβε το πρόσωπό του στις οσκαρικές του ερμηνείες. Το στημένο όμως γαμήσι υπό τις διαταγές του Σώτου δεν ικανοποιούσε τον Γιάννη, αλλά από το τίποτα;
Πίσω από το σκόπεφτρο της κάμεράς της, η Ιφιγένεια η καμεραμανατζού της Μπίχτης Α Ε. , γλυκοκοίταζε τον Γιάννη. Πίστευε ότι πίσω από τη δερμάτινη μάσκα του, κρύβεται ένα μελαγχωλικό, γλυκό αγόρι. Του μίλησε για τον πόθο της και ο Γιάννης της χώθηκε κανονικά.
Έκλεινε πέντε χρόνια το ζεύγος. Πέντε χρόνια άφθονου sex. Ο Γιάννης γάμαγε στη δουλειά και η Ιφιγένεια τον έπαιρνε μάτι μέσα από την κάμερα και καύλωνε. Πήγαιναν σπίτι και καθώς ο Γιάννης ένιωθε ελέυθερος να γαμάει όπως θέλει, χωρίς τις εντολές του Σώτου ή του ηχολήπτη, έβγαζαν τα μάτια τους.
Μέχρι που η Ιφιγένεια γνώρισε τον Μπάμπη. Δημόσιος υπάλληλος ο Μπάμπης, που σήμαινε μονιμότητα, σταθερά μηνιαία φράγκα και συμπαθητική σύνταξη. Από την άλλη ο Γιάννης με την τεράστια τσουτσού αλλά ως πότε σκέφτηκε η Ιφιγένεια θα μπορεί να την κρατάει ντούρα. Γάμα στη δουλειά, γάμα και στο σπίτι ίσως κλατάρει και όχι πια κούκου. Τι να την κάνεις μια πεσμένη τσουτσού όσο μεγάλη κι αν είναι.
Σούταρε τον Γιάννη η Ιφιγένεια και έμεινε με τον Δημόσιο Υπάλληλο. Αυτό ήταν η αιτία να καταρεύσει ο Γιάννης γιατί αγαπούσε την Ιφιγένεια με όλη του την καρδιά. Δεν του ξανασηκώθηκε και έχασε τη δουλειά του. Σακατεύτηκε ψυχολογικά, στις καλύτερες πουτάνες πήγε, οι συμπρωταγωνίστριες στην Μπίχτης προσφέρθηκαν να του κάνουν τσάμπα τσιμπούκια αλλά κούκου δεν.
Διάβασε φιλοσοφία και ανακάλυψε την αιτία των προβλημάτων του. Ήταν η τσουτσούνα του. Την έκοψε και βρήκε τη υγειά του. Δεν ξαναπόθησε πια γυναίκα. Πήγε και στον Πουστάνο (έναν πλαστικό χειρούργο που ειδικεύεται στα τραβέλια) και του έφτιαξε το πρόσωπό, του έβαλε ψεύτικα βυζιά και σήμερα ο Γιάννης λέγεται Τζοάννα και κάνει πιάτσα στη Συγγρού μέσα σε μια τζιπάρα
Την πούτσα του δε, πούλησε τρία χιλιάρικα σε έναν ταξιτζή και βρίσκεται κρεμασμένη στο καθρεφτάκι μιας κίτρινης μερσεντές που κάνει ταρίφες κυρίως νύχτα.
Subscribe to:
Posts (Atom)